φούρνος
[ˈfurnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Backofenαρσενικό | Maskulinum, männlich mφούρνος συσκευήφούρνος συσκευή
- Bäckereiθηλυκό | Femininum, weiblich fφούρνος αρτοποιείοφούρνος αρτοποιείο
examples
-
- φούρνος με αέραHeißluftherdαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φούρνος μικροκυμάτωνMikrowellenherdαρσενικό | Maskulinum, männlich m