„φούντα“: θηλυκό φούντα [ˈfunda]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bommel, Quaste Bommelαρσενικό | Maskulinum, männlich m φούντα Quasteθηλυκό | Femininum, weiblich f φούντα φούντα