„φουκαράς“: αρσενικό φουκαράς [fukaˈras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) armer Schlucker armer Schluckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m φουκαράς φουκαράς