φορεσιά
[foreˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kleidungθηλυκό | Femininum, weiblich fφορεσιά ρούχαφορεσιά ρούχα
- (Volks-)Trachtθηλυκό | Femininum, weiblich fφορεσιά παραδοσιακήφορεσιά παραδοσιακή
- (National-)Trachtθηλυκό | Femininum, weiblich fφορεσιά εθνικήφορεσιά εθνική