φλυαρία
[fliaˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geschwätzigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fφλυαρία πολυλογίαφλυαρία πολυλογία
- Geschwätzουδέτερο | Neutrum, sächlich nφλυαρία λόγιαGelaberουδέτερο | Neutrum, sächlich nφλυαρία λόγιαφλυαρία λόγια