„φλοίσβος“: αρσενικό φλοίσβος [ˈflizvos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rauschen Rauschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n φλοίσβος φλοίσβος