„φιλοπόλεμος“ φιλοπόλεμος [filoˈpolemos], φιλοπόλεμη, φιλοπόλεμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kriegerisch, kampflustig kriegerisch, kampflustig φιλοπόλεμος φιλοπόλεμος