„φιλεύω“: μεταβατικό ρήμα φιλεύω [fiˈlevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bewirten bewirten φιλεύω κερνάω φιλεύω κερνάω