φιδές
[fiˈðes]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-έδες>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fadennudelnπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplφιδέςφιδές
- Fadennudelsuppeθηλυκό | Femininum, weiblich fφιδές σούπαφιδές σούπα