„φιάσκο“: ουδέτερο φιάσκο [ˈfjasko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fiasko, Reinfall, Flop Fiaskoουδέτερο | Neutrum, sächlich n φιάσκο Reinfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m φιάσκο Flopαρσενικό | Maskulinum, männlich m φιάσκο φιάσκο