„φετιχισμός“: αρσενικό φετιχισμός [fetiçizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fetischismus Fetischismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m φετιχισμός φετιχισμός