„φερμουάρ“: ουδέτερο φερμουάρ [fermuˈar]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Reißverschluss Reißverschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich m φερμουάρ φερμουάρ