φερεγγυότητα
[fereŋgjiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Solvenzθηλυκό | Femininum, weiblich fφερεγγυότηταZahlungsfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fφερεγγυότηταφερεγγυότητα