„φερέφωνο“: ουδέτερο φερέφωνο [feˈrefono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sprachrohr Sprachrohrουδέτερο | Neutrum, sächlich n φερέφωνο φερέφωνο