„φεμινιστικός“ φεμινιστικός [feministiˈkos], φεμινιστική, φεμινιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) feministisch feministisch φεμινιστικός φεμινιστικός