φεγγάρι
[feŋˈgari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mondαρσενικό | Maskulinum, männlich mφεγγάριφεγγάρι
- Mondscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich mφεγγάρι φεγγαρόφωτοφεγγάρι φεγγαρόφωτο