„φαντασιοκοπώ“: αμετάβατο ρήμα φαντασιοκοπώ [fandasiokoˈpo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fantasieren fantasieren φαντασιοκοπώ φαντασιοκοπώ