„φαγκότο“: ουδέτερο φαγκότο [faˈgoto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fagott Fagottουδέτερο | Neutrum, sächlich n φαγκότο μουσ φαγκότο μουσ