„φάρσα“: θηλυκό φάρσα [ˈfarsa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Streich, Farce Streichαρσενικό | Maskulinum, männlich m φάρσα φάρσα Farceθηλυκό | Femininum, weiblich f φάρσα και | undκ. θέατρο | Theaterθεατ φάρσα και | undκ. θέατρο | Theaterθεατ