„υφαντουργία“: θηλυκό υφαντουργία [ifandurˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Textilindustrie Textilindustrieθηλυκό | Femininum, weiblich f υφαντουργία υφαντουργία