„υφαντά“: πληθυντικός ουδετέρου υφαντά [ifanˈda]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Textilwaren Textilwarenπληθυντικός | Plural pl υφαντά υφαντά