υπόχρεος
[iˈpoxreos], υπόχρεη, υπόχρεοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- dankbar, zu Dank verpflichtetυπόχρεος ευγνώμωνυπόχρεος ευγνώμων
Thank you for your feedback!