„υπόταση“: θηλυκό υπόταση [iˈpotasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hypotonie, niedriger Blutdruck Hypotonieθηλυκό | Femininum, weiblich f υπόταση ιατρική | Medizinιατρ niedriger Blutdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπόταση ιατρική | Medizinιατρ υπόταση ιατρική | Medizinιατρ