υποχώρηση
[ipoˈxorisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rückzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mυποχώρηση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατυποχώρηση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Zugeständnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nυποχώρηση περιορισμός αξιώσεωνυποχώρηση περιορισμός αξιώσεων