„υποχρεωμένος“ υποχρεωμένος [ipoxreoˈmenos], υποχρεωμένη, υποχρεωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verpflichtet verpflichtet υποχρεωμένος υποχρεωμένος examples υποχρεωμένος να δηλωθώ meldepflichtig υποχρεωμένος να δηλωθώ