υπουλότητα
[ipuˈlotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Hinterlistθηλυκό | Femininum, weiblich fυπουλότηταTückeθηλυκό | Femininum, weiblich fυπουλότηταυπουλότητα