υποτιμητικός
[ipotimitiˈkos], υποτιμητική, υποτιμητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abfällig, geringschätzigυποτιμητικόςυποτιμητικός
Thank you for your feedback!