„υποσιτίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα υποσιτίζομαι [iposiˈtizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unterernährt sein unterernährt sein υποσιτίζομαι υποσιτίζομαι