„υπομισθωτής“: αρσενικό υπομισθωτής [ipomisθoˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Untermieter Untermieterαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπομισθωτής υπομισθωτής