υπολογίσιμος
[ipoloˈjisimos], υπολογίσιμη, υπολογίσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- berechenbar, bezifferbar, kalkulierbarυπολογίσιμοςυπολογίσιμος
Thank you for your feedback!