υποκινητής
[ipokjiniˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, υποκινήτρια [ipokjiˈnitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anstifterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fυποκινητήςυποκινητής