υποκατάστημα
[ipokaˈtastima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zweigstelleθηλυκό | Femininum, weiblich fυποκατάστημαFilialeθηλυκό | Femininum, weiblich fυποκατάστημαυποκατάστημα
examples
- υποκατάστημα τράπεζαςBankfilialeθηλυκό | Femininum, weiblich f