„υποθηκεύω“: μεταβατικό ρήμα υποθηκεύω [ipoθiˈkjevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ευμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mit einer Hypothek belasten mit einer Hypothek belasten υποθηκεύω οικονομία | Wirtschaftοικον υποθηκεύω οικονομία | Wirtschaftοικον