„υποζύγιο“: ουδέτερο υποζύγιο [ipoˈzijio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lasttier Lasttierουδέτερο | Neutrum, sächlich n υποζύγιο υποζύγιο