„υποδούλωση“: θηλυκό υποδούλωση [ipoˈðulosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unterwerfung Unterwerfungθηλυκό | Femininum, weiblich f υποδούλωση υποδούλωση