υποδιαίρεση
[ipoðiˈeresi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unterteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)υποδιαίρεσηυποδιαίρεση
- Gliederungθηλυκό | Femininum, weiblich fυποδιαίρεση διάρθρωσηυποδιαίρεση διάρθρωση