„υπογράφω“: μεταβατικό ρήμα υπογράφω [ipoˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φ(τ)ηκα; -μμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unterschreiben unterschreiben υπογράφω υπογράφω