υποβιβασμός
[ipovivazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Herabstufungθηλυκό | Femininum, weiblich fυποβιβασμός υποτίμησηυποβιβασμός υποτίμηση
- Degradierungθηλυκό | Femininum, weiblich fυποβιβασμός σε κατώτερη βαθμίδαυποβιβασμός σε κατώτερη βαθμίδα
- Abstiegαρσενικό | Maskulinum, männlich mυποβιβασμός ποδόσφαιρουποβιβασμός ποδόσφαιρο