„υπερφίαλος“ υπερφίαλος [iperˈfialos], υπερφίαλη, υπερφίαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) selbstgerecht selbstgerecht υπερφίαλος υπερφίαλος