„υπερπλήρωση“: θηλυκό υπερπλήρωση [iperˈplirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überfüllung Überfüllungθηλυκό | Femininum, weiblich f υπερπλήρωση υπερπλήρωση