„υπερπήδηση“: θηλυκό υπερπήδηση [iperˈpiðisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Springreiten examples υπερπήδηση εμποδίων Springreitenουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπερπήδηση εμποδίων