υπεροψία
[iperoˈpsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überheblichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fυπεροψίαArroganzθηλυκό | Femininum, weiblich fυπεροψίαHochmutαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπεροψίαυπεροψία