υπερθέρμανση
[iperˈθermansi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überhitzungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπερθέρμανσηυπερθέρμανση
examples
- υπερθέρμανση του πλανήτηErderwärmungθηλυκό | Femininum, weiblich f