„υπερεργασία“: θηλυκό υπερεργασία [ipererɣaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mehrarbeit Mehrarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f υπερεργασία υπερεργασία