„υπερβατικός“ υπερβατικός [ipervatiˈkos], υπερβατική, υπερβατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) grenzüberschreitend grenzüberschreitend υπερβατικός υπερβατικός