υπερασπιστής
[iperaspisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, υπερασπίστρια [iperasˈpistria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verteidigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fυπερασπιστής νομικός όρος | Rechtswesenνομυπερασπιστής νομικός όρος | Rechtswesenνομ