„υπαρξιακός“ υπαρξιακός [iparksiaˈkos], υπαρξιακή, υπαρξιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) existenziell existenziell υπαρξιακός φιλοσ υπαρξιακός φιλοσ