υπαινιγμός
[ipeniɣˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anspielungθηλυκό | Femininum, weiblich f (για auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)υπαινιγμόςAndeutungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπαινιγμόςυπαινιγμός