„υπαγόρευση“: θηλυκό υπαγόρευση [ipaˈɣorefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Diktat, Gebot Diktatουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπαγόρευση υπόδειξη υπαγόρευση υπόδειξη Gebotουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπαγόρευση εντολή υπαγόρευση εντολή