„υπήκοος“: αρσενικό και θηλυκό υπήκοος [iˈpikoos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Staatsangehörige Staatsangehörige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f υπήκοος υπήκοος